χωρικός — rustic masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικός — (I) ή, ό / χωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [χώρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό ή αυτός που προέρχεται από το χωριό, αγροτικός νεοελλ. φρ. «χωρικά ύδατα» (νομ.) η μεταξύ τών ακτών ή τής εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και τής ελεύθερης… … Dictionary of Greek
χωρικά — χωρικός rustic neut nom/voc/acc pl χωρικά̱ , χωρικός rustic fem nom/voc/acc dual χωρικά̱ , χωρικός rustic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικῶν — χωρικός rustic fem gen pl χωρικός rustic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικόν — χωρικός rustic masc acc sg χωρικός rustic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικοί — χωρικός rustic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικοῦ — χωρικός rustic masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικούς — χωρικός rustic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρικῆς — χωρικός rustic fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρική — χωρικός rustic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)